Το Δέλτα του Έβρου
Ο ποταμός Έβρος
Ο Έβρος είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Βαλκανικής χερσονήσου. Κατά τη μυθολογία η αρχική του ονομασία ήταν Ρόμβος, πήρε δεν τη σημερινή ονομασία μετά τον πνιγμό του Έβρου, γιου του βασιλιά της Θράκης Κασσάνδρου.
Ο Έβρος πηγάζει από την οροσειρά του Ρίλου (αρχαίο Σκόμιο) στη Βουλγαρία, εισέρχεται στην Ελλάδα και αποτελεί το φυσικό όριο μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας για ένα μικρό τμήμα από το Ορμένιο έως τα Μαράσια. Από την περιοχή αυτή εισέρχεται και διατρέχει την Τουρκία. Από τη Νέα Βύσσα και μέχρι τις εκβολές του αποτελεί την Ελληνοτουρκική μεθοριακή γραμμή.
Ο ποταμός Έβρος και η δράση της θάλασσας συντελούν στο σχηματισμό και τη διαμόρφωση του Δέλτα. Ο Έβρος το τροφοδοτεί με γλυκά νερά και φερτές ύλες που προέρχονται από τη λεκάνη απορροής του. Το ποτάμι του Λουτρού διοχετεύει επίσης γλυκά νερά στο Δέλτα, αλλά σε μικρές ποσότητες και μόνο κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων δίχως να επηρεάζει τη μορφολογία της περιοχής.
Η περιοχή του Δέλτα εξαιτίας της μικρής υψομετρικής διαφοράς από την επιφάνεια της θάλασσας και της ήρεμης ροής των υδάτων του ποταμού, δέχεται σε μεγάλο βαθμό την επίδραση των θαλάσσιων νερών, τόσο επιφανειακά όσο και υπόγεια. Σε περιπτώσεις πλημμυρίδας και χαμηλής παροχής του ποταμού, ιδίως το καλοκαίρι, τα θαλάσσια νερά εισδύουν στην κοίτη και στα τεχνητά κανάλια με αποτέλεσμα να εισχωρούν αρκετά μέσα στην ξηρά.
Αποτέλεσμα των δράσεων αυτών είναι η πολυσχιδής μορφολογία των ακτών, ο σχηματισμός μικρών νησίδων (Ασάνης, Καραβιού Ξηράδι), η δημιουργία λιμνοθαλασσών, ελών, αμμοθινών και πλήθος άλλων μικροβιοτόπων στην παραλιακή ζώνη του Δέλτα που χαρακτηρίζουν ένα δυναμικά εξελισσόμενο οικοσύστημα.
Οι σοβαρές αλλαγές που έγιναν στο Δέλτα από τα έργα αποξήρανσης (1950-1970), η αλλαγή της υδρολογικής κατάστασης από τη διάνοιξη καναλιών και ιδίως η ευθυγράμμιση του ανατολικού βραχίονα στην εκβολή του ποταμού Έβρου, είχαν σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να χαθούν μεγάλες εκτάσεις φυσικού βιοτόπου στο Δέλτα αλλά και να διαταραχθεί σοβαρά ο βιότοπος που απέμεινε.
Ο υγρότοπος του Έβρου, όπως άλλωστε και όλοι οι υγρότοποι, είναι από τους πιο παραγωγικούς και ανανεώσιμους φυσικούς πόρους με πολλαπλά οφέλη για τον άνθρωπο. Από τις φυσικές λειτουργίες του υγροτοπικού συστήματος, όπως είναι ο εμπλουτισμός των υπογείων υδροφορέων, η παγίδευση ιζημάτων, η απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα, η αποθήκευση και η ελευθέρωση θερμότητας, η δέσμευση ηλιακής ακτινοβολίας και η στήριξη των τροφικών αλυσίδων, ο άνθρωπος ανέξοδα αποκομίζει αγαθά εφόσον βέβαια γίνεται συνετή διαχείριση του συστήματος.
Το Δέλτα του Έβρου εξασφαλίζει νερό για πόση και άρδευση, λειτουργεί σαν φυσικό φίλτρο καθαρισμού των νερών από τη ρύπανση, εμποδίζει το αλμυρό νερό της θάλασσας να εισβάλλει στην ξηρά, επηρεάζει ευνοϊκά το κλίμα της περιοχής και προσφέρει ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και της ιχθυοκομίας.
Τέλος η ευνοϊκή γεωγραφική θέση του Δέλτα του Έβρου σε σχέση με τους άξονες μετανάστευσης των πουλιών, το σχετικά ήπιο κλίμα της περιοχής και η μέχρι πριν λίγα χρόνια απομόνωση και δυσβατότητα του Δέλτα, συντέλεσαν στην ύπαρξη μεγάλης ποικιλίας ειδών πουλιών και φυτών που φιλοξενούνται στους διάφορους βιότοπους του Δέλτα.
Στο Δέλτα του Έβρου απαντώνται όλοι οι τυπικοί σχηματισμοί και οι μονάδες βλάστησης ενός Μεσογειακού Δέλτα. Η βλάστησή του εξαρτάται από παράγοντες όπως η σύσταση του εδάφους, η υγρασία και η αλατότητα. Οι κύριοι σχηματισμοί της αμμόφιλης βλάστησης, των αλοφυτικών κοινωνιών, των υδροφύτων και των παραποτάμιων δασών διατηρούνται σε πολλούς τομείς του σε πολύ καλή κατάσταση. Περισσότερα από 350 φυτικά είδη έχουν καταγραφεί τόσο στο Δέλτα όσο και στη ζώνη κατά μήκος του ποταμού.
Κατά το μήκος των ακτών, στα νησάκια και κυρίως στο δυτικό τμήμα του Δέλτα, υπάρχουν διαπλάσεις αμμόφιλης βλάστησης ενώ σ’ ένα μεγάλο ποσοστό της έκτασης που επηρεάζεται από το αλμυρό νερό, αναπτύσσονται αλόφυτα.
Οι εκτάσεις αυτές των αλατούχων εδαφών διασχίζονται από κανάλια ή μικρές λεκάνες αλμυρών νερών δημιουργώντας έτσι αλμυρούς βάλτους , σημαντικούς βιότοπους τόσο για την ιχθυοπαραγωγή όσο και για την ορνιθοπανίδα.
Οι αλοφυτικές κοινωνίες του Δέλτα του Έβρου θεωρούνται από τις μεγαλύτερες σε έκταση σ’ όλη την Ελλάδα.
Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο των πλημμυρικών φαινομένων, στην κατακράτηση των ιζημάτων, αλάτων και τοξικών ουσιών καθώς επίσης και στη σταθεροποίηση των εδαφών.
Στα αλμυρά και υφάλμυρα νερά αναπτύσσεται πλούσια υδρόβια βλάστηση από Ruppia και Zostera, σημαντικές πηγές τροφής για αρκετά είδη πουλιών (πάπιες, κύκνοι).Στα κανάλια γλυκού νερού και σε υδάτινες εκτάσεις κατά μήκος του ποταμού Έβρου αναπτύσσεται ελόβια βλάστηση με καλαμιώνες και επιπλέοντα είδη όπως το Νεροκάστανο (Trapa natans).
Σε περιοχές μεταβατικές από άποψη αλατότητας υπάρχουν εκτάσεις με βούρλα και αρμυρίκια (Tamarix). Τα αρμυρίκια είναι είδη ανθεκτικά στις πλημμύρες και την αλατότητα του εδάφους και η εξάπλωσή τους σε εκτάσεις του Δέλτα ευνοήθηκε από τις διανοίξεις των καναλιών. Στους θαμώνες με αρμυρίκια βόσκουν τα ζώα το καλοκαίρι, όταν τα χόρτα παραμένουν πιο πράσινα από ό,τι στις σκιαζόμενες περιοχές.
Κατά μήκος του ποταμού, στο άνω τμήμα του Δέλτα, όπου το έδαφος επηρεάζεται από το γλυκό νερό, αναπτύσσεται δενδρώδης βλάστηση και σχηματίζεται μία ζώνη παραποτάμιου δάσους με υγρόφιλα είδη όπως λεύκες, ιτιές, σκλήθρα, φτελιές κ.ά.
Το δάσος αυτό πρέπει να τύχει ειδικής προσοχής και προστασίας γιατί είναι το μοναδικό σ’ όλη την περιοχή του Δέλτα. Τα παρόχθια δάση συγκρατούν τις όχθες των ποταμών εμποδίζοντας τη διάβρωσή τους από ρεύματα του νερού.
Στον ποταμό Έβρο και το Δέλτα έχουν βρεθεί 46 είδη ψαριών, 7 είδη αμφιβίων, 21 είδη ερπετών και περισσότερα από 40 θηλαστικά. Αναμφίβολα όμως, η μεγάλη αξία του Δέλτα συνίσταται κυρίως από την πλούσια ορνιθοπανίδα του.
Στο Δέλτα του Έβρου έχουν παρατηρηθεί 304 είδη πουλιών από τα 407 είδη της Ελλάδας. Η ποικιλότητα αυτή σε είδη αποτελεί σπάνιο φαινόμενο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και αποδεικνύει τη μεγάλη σπουδαιότητα του Δέλτα του Έβρου. Από ορνιθολογική άποψη το οικοσύστημα λειτουργεί ως:
1. Βιότοπος για φώλιασμα ή διατροφή για πολλές οικογένειες πουλιών (ερωδιοί, κορμοράνοι, γλάροι, παρυδάτια, αρπακτικά κ.ά.)
2. Καταφύγιο για μεγάλους πληθυσμούς υδρόβιων πουλιών από τις βόρειες περιοχές της κέντρο-ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
3. Ζωτικός χώρος συγκέντρωσης και ανάπαυσης μεγάλων αριθμών μεταναστευτικών πουλιών κατά τις μετακινήσεις τους από και προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Παρ’ ότι οι πληθυσμοί των πουλιών που φώλιαζαν κάποτε σε μεγάλους αριθμούς έχουν μειωθεί δραματικά, στο Δέλτα εξακολουθούν να φωλιάζουν είδη όπως: (Phalacrocorax carbo), Μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus), Πορφυροτσικνιάς,(Ardea purpurea), Βαλτόπαπια (Aythya nyroca), Νερoχελίδονο (Giareola pratincola), Αγκαθοκαλημάνα (Hoplopterus spinosus), Καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus).
Επίσης υπάρχουν σημαντικές αποικίες από γλαρόνια όπως: Γελογλάρονο (Gelochelidon nilotica), Χειμωνογλάρονο (Sterna sandvicensis), Ποταμογλάρονο (Sterna hirundo), Νανογλάρονο (Sterna albifrons). Δυστυχώς η μεγάλη αποικία Μαυροκέφαλων Γλάρων (Larus melanocephalus) δεν υπάρχει πλέον λόγω των επεμβάσεων στη Δράνα.
Εξάλλου το Δέλτα χρησιμεύει ως χώρος ανεύρεσης τροφής για πολλά είδη σπάνιων αρπακτικών που φωλιάζουν λίγο βορειότερα από τον υγρότοπο, στο δάσος της Δαδιάς και τους γύρω λόφους του Λουτρού, Αβάντα, Αισύμης, όπως: Πετρίτης (Falco peregrinus), Φιδαετός (Circaetus gallicus), Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), Βασιλαετός (Aquila heliaka), Θαλασσαετός (Haliaeetus albicilla), Κραυγαετός (Αquila pomarina), και Μαυρόγυπας (Aegypius monachus).
Το Δέλτα του Έβρου παραμένει ένας από τους σημαντικότερους Μεσογειακούς υγρότοπους σε ό,τι αφορά στο ξεχειμώνιασμα μεγάλων πληθυσμών από πάπιες, χήνες και άλλα υδρόβια πουλιά. Οι πληθυσμοί κυμαίνονται από 30.000-150.000 άτομα, αν και τα τελευταία χρόνια δεν ξεπερνούν τα 50.000-60.000 πουλιά. Τα κυριότερα από τα είδη αυτά είναι: Σφυριχτάρι (Anas penelope), Ψαλίδα (Anas acuta), Σαρσέλλα ( Anas crecca), Καπακλής (Anas strepera), Πρασινοκέφαλη (Anas platyrhynchos), Βουβόκυκνος (Cygnus olor), Φαλαρίδα (Fulica atra), Ασπρομέτωπη χήνα (Anser albifrons), Λαγγόνα (Phalacrocorax pygmeus), Αργυροτσικνιάς (Egretta alba).
Κατά τη διάρκεια της ανοιξιάτικης και φθινοπωρινής μετανάστευσης πολλά είδη πουλιών σταθμεύουν στο Δέλτα για ανάπαυση ή για ανεύρεση τροφής, όπως: Ροδοπελεκάνος (Pelecanus onocrotalus), Αργυροπελεκάνος (P. crispus) Φοινικόπτερα (Phoenicopterus ruber) τα οποία από το 1983 έχουν γίνει σχεδόν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, Πελαργός (Ciconia ciconia), Μαυροπελαργός (Ciconia nigra), Χουλιαρομύτα (Platalea Leucorodia), Χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus), ερωδιοί, γερανοί, πολλά παρυδάτια πουλιά, γλάροι, γλαρόνια και περιστέρια.
Λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής του θέσης, ανάμεσα στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική, το Δέλτα αποτελεί χώρο εμφάνισης αρκετών πουλιών που συνήθως είτε δεν απαντώνται στον ευρωπαϊκό χώρο είτε είναι πολύ σπάνια στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως: Νανόχηνα (Anser erythropus), Κοκκινόχηνα (Branta ruficollis), Λεπτομύτα (Numenius tenuirostris),κ.ά.
Μεγάλες εκτάσεις του υγροτόπου του Δέλτα άλλαξαν φυσιογνωμία και λειτουργικότητα εξαιτίας των αποξηράνσεων για την απόκτηση νέας καλλιεργήσιμης γης. Τα αποστραγγιστικά και αρδευτικά έργα τα οποία περιλαμβάνουν αλλαγή της κοίτης του ποταμού Έβρου, διανοίξεις τάφρων, ύψωση αναχωμάτων κ.τ.λ. είχαν συνέπεια την αφαίρεση απ’ τον υγρότοπο εκτεταμένων φυσικών βιοτόπων με σπάνια χλωρίδα και πανίδα και την υποβάθμιση πολλών άλλων εκτάσεων από την εισροή γεωργικών ρύπων, αλλά κυρίως την ανατροπή του υδρολογικού καθεστώτος εφόσον περιορίστηκε η εισροή γλυκών νερών σε μεγάλες εκτάσεις του Δέλτα. Έτσι ενώ πολλές από τις υπάρχουσες καλλιέργειες δεν είναι δυνατό να αποδώσουν το μέγιστο της παραγωγικότητάς τους, το κόστος από την καταστροφή του υγρότοπου στο Δέλτα παραμένει ανυπολόγιστο.
Η συνεχής επέκταση των καλλιεργειών μείωσε σε μεγάλο βαθμό την επιφάνεια ελεύθερης βόσκησης με αποτέλεσμα να υπάρχει σήμερα μεγάλη συσσώρευση κτηνοτροφικού κεφαλαίου στον υγρότοπο. Ο αριθμός των ζώων (βοοειδή και αιγοπρόβατα) που βόσκουν ελεύθερα και ανεξέλεγκτα σ’ όλη την έκταση του Δέλτα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ξεπερνά κατά πολύ την βοσκοϊκανότητα της περιοχής. Η υπερβόσκηση αποψιλώνει κάθε είδους βλάστηση με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται πυκνόφυτες περιοχές οι οποίες ήταν καταφύγιο και τόπος ανάπαυσης των πουλιών στο Δέλτα. Η παρουσία ζώων σε τόσο μεγάλους αριθμούς εμποδίζει το φώλιασμα και τη διαδικασία της αναπαραγωγής των πουλιών ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις καταπάτησης φωλιών, αυγών και νεοσσών από τα μεγάλα ζώα.
Ωστόσο, σ’ ένα παραγωγικό χώρο όπως το Δέλτα του Έβρου, η βόσκηση με ελεγχόμενο τρόπο θα μπορούσε να συμβάλλει στην κατάλληλη διαχείριση του οικοσυστήματος και στην ισορροπία του βιοτόπου.
Η αλιεία είναι μια συμβατή με το οικοσύστημα του Έβρου δραστηριότητα, αρκεί να ασκείται ορθολογικά με την προϋπόθεση της σωστής διαχείρισης των άλλων χρήσεων του οικοσυστήματος. Κατά τα τελευταία χρόνια, παρατηρήθηκε μείωση σε ποσότητα αλλά και ποικιλία ψαριών σε ανησυχητικό βαθμό. Η ρύπανση, η αλλοίωση του υδρολογικού καθεστώτος, αλλά και η υπεραλίευση είναι οι κύριες αιτίες της υποβάθμισης αυτής.
Ο τρόπος με τον οποίο ασκείται το κυνήγι, ο ανεξέλεγκτος αριθμός των κυνηγών, η διανυκτέρευση σε αυθαίρετα κτίσματα, καλύβες κ.λ.π., η ευκολία πρόσβασης και στους πλέον απομονωμένους πυρήνες, η ανεπαρκής φύλαξη του Δέλτα, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των ρηχών νερών των λιμνοθαλασσών με σκάγια μολύβδου, αποτελούν σοβαρότατες αιτίες για τη συνεχιζόμενη μείωση των πληθυσμών πολλών πουλιών που ξεχειμωνιάζουν στον υγρότοπο.
Για να διατηρηθεί η διεθνής ορνιθολογική αλλά και η οικολογική του αξία, το Δέλτα του Έβρου προστατεύεται από τη Σύμβαση Ramsar.
Επίσης έχει ενταχθεί στο δίκτυο των σημαντικών από ορνιθολογική άποψη περιοχών της ΕΟΚ (περιοχές του άρθρου 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ ενώ προστατεύεται επίσης από την κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργείων Συντονισμού και Γεωργίας (3130/3/5/1980). Μέρος του Δέλτα προστατεύεται από το κυνήγι ως καταφύγιο θηραμάτων.
Διαχείριση
Εδώ και αιώνες ο υγρότοπος έχει προσφέρει στους κατοίκους των γύρω κοινοτήτων τα πολύτιμα αγαθά του. Λίγες μόνο δεκαετίες αλόγιστης εκμετάλλευσής του έφτασαν για να δημιουργήσουν προβλήματα που γίνονται ιδιαίτερα αισθητά σήμερα.
Η φυσική αυτή κληρονομιά θα χαθεί ολοκληρωτικά αν δεν διατηρηθεί ζωντανή μέσω ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης και προστασίας που μπορεί να εφαρμοστεί μέσα από μία ειλικρινή συνεργασία των κατοίκων και της πολιτείας.