ΤΟ ΦΩΚΟΠΟΥΛΟ
του Θέμου Ποταμιάνου
Το σπίτι της γιαγιάς μου ήτανε χτισμένο απάνου στην προκυμαία. Εκεί έμενα μαζί με τη γιαγιά μου, γιατί ήτανε το σχολείο κοντά. Ο πατέρας μου έμενε στην εξοχή, στο άλλο μας σπίτι, δύο ώρες μακριά. Από το παράθυρό μου που έβλεπε τη θάλασσα κι ένα μέρος της προκυμαίας, άκουσα πρωί-πρωί φωνές. Ήτανε ψαράδες που μιλούσανε πάλι για τη φώκια, που τους είχε κάμει τόσες ζημιές στα δίχτυα. Πετάχτηκα απάνου και κατέβηκα στην προκυμαία. Η γιαγιά μου έτρεχε πίσω μου.
- Πού πας, εσύ, με τους μεγάλους, που είσαι τόσο μικρός;
Δεν την άκουσα, έτρεξα στην προκυμαία. Ήθελα να ακούσω για τη φώκια.
- Κομμάτια πάλι μας έκαμε τα δίχτυα! έλεγε ένας γέρος ψαράς
- Είναι μεγάλη, η πιο μεγάλη φώκια που είδανε τα μάτια μου! έλεγε ένας άλλος.
- Έχει κι ένα φωκόπουλο μαζί της! είπε ο γέρος. Την είδαμε από μακριά μαζί με το παιδί της, ένα κουτάβι τόσο δα...
Έλεγαν κι άλλα. Λέγανε πως έρχεται από μακριά, πως είναι αχόρταγη και πονηρή πολύ, πως πολλές φορές την κυνηγήσανε μα δεν μπορέσανε να της κάμουν τίποτα, πως ένας χωροφύλακας την πυροβόλησε από μακριά με το όπλο του μα δεν τη σκότωσε. Λέγανε κι άλλα. Λέγανε πως από καιρό σε καιρό βλέπανε το μαύρο της κεφάλι που ξεπροβαίνει μια στιγμή από το νερό κι έπειτα χάνεται. Και μια Κυριακή που χτυπούσαν οι καμπάνες του Αγίου Νικολάου, φάνηκε στη μέση του λιμανιού κι έβγαλε το κεφάλι της και στάθηκε κι άκουε τις καμπάνες.
Δεν είχα δει ποτέ μου φώκια κι ήθελα να ‘βλεπα. Ρώτησα ένα συμμαθητή μου που ‘τανε γιος ψαρά:
- Είδες ποτέ σου φώκια;
- Όχι, αλλά ξέρω πώς είναι.
- Για πες μου.
- Μοιάζει σαν σκύλος χωρίς αυτιά. Και έχει τρίχωμα!
- Τρώει ανθρώπους;
- Όχι, μόνο αν τους βρει να κολυμπάνε τους χτυπάει με τα φτεροπόδαρά της.
- Τι είναι τα φτεροπόδαρα;
- Να, φτερά και πόδια μαζί. Και κάνει κάτι βουτιές!... Κάτου από το νερό πλέει σαν ψάρι.
- Γιατί σκίζει τα δίχτυα;
- Για να φάει τα ψάρια που ‘ναι πιασμένα.
- Και δεν φοβάται μην πιαστεί κι αυτή στα δίχτυα;
- Όχι, γιατί είναι δυνατή και τα κόβει. Μόνο όταν είναι πολύ μικρή μπορεί να πιαστεί καμιά φορά.
Μου είπε κι άλλα ο γιος του ψαρά για τη φώκια. Μου ‘πε πως βγαίνει στην αμμουδιά και λιάζεται, μα δεν μπορεί να περπατήσει καλά στην ξηρά, γιατί τα πισινά της πόδια είναι ενωμένα, κολλημένα και σέρνεται χάμου σαν φίδι.
Ανασηκώνει λίγο το στήθος της σαν να ετοιμάζεται να πηδήσει κι έπειτα ξαναπέφτει.
- Μα συ δεν είδες ποτέ σου φώκια; τον ξαναρώτησα.
- Όχι, δεν είδα. Μα τώρα που θα με παίρνει ο πατέρας μου στη βάρκα, θα ιδώ. Δεν γίνεται, κάποια μέρα θα φανεί καμιά.
- Και δεν φοβάσαι;
- Τι να φοβηθώ; Αυτή μόλις ιδεί βάρκα, βουτάει.
- Πώς ήθελα να ‘βλεπα κι εγώ! του είπα.
- Αν σκοτώσουμε αυτή που μας τρώει τα δίχτυα, θα ιδείς κι εσύ. Θα την φέρουμε στο χωριό και θα την γυρίζουμε στα μαγαζιά.
- Ναι, μα θα είναι σκοτωμένη ... είπα εγώ.
- Μπορεί να την πιάσουνε ζωντανή, μου είπε ο γιος του ψαρά.
Πολλές φορές ξαναμιλήσαμε για φώκιες. Έπειτα πάψαμε πια. Κι ούτε κανένας άλλος μιλούσε για τη μεγάλη φώκια, που έτρωγε τα δίχτυα, γιατί δεν τα έτρωγε πια. Είχε χαθεί.
Μα ένα πρωί, την ώρα που ξυπνούσα, πάλι άκουσα στην προκυμαία φωνές κι είδα κόσμο να μαζεύεται.
Και μέσα στις φωνές άκουσα μια γνωστή, τη φωνή του γέρου ψαρά:
- Πιάσαμε το παιδί! Πιάσαμε το φωκόπουλο!
Έτρεξα μισόγυμνος.
- Γιαγιά, γιαγιά! Πιάσανε το φωκόπουλο.
Κι’ επήρα δρόμο. Μα μόλις βγήκα από την πόρτα, άκουσα μιαν αντρίκεια φωνή. "Στάσου!" Και δυο μπράτσα δυνατά με κλείσαμε και με σηκώσανε. Ήτανε ο πατέρας, που έφθανε εκείνη τη στιγμή από το απάνου χωριό.
Πήδησα χάμου από την αγκαλιά του και τον τράβηξα από το χέρι.
- Έλα, έλα!
- Πού θέλεις να με πας;
- Πιάσανε το φωκόπουλο!
Τον τραβούσα από το χέρι και του μιλούσα, του εξηγούσα τα καθέκαστα. Σ' ένα λεπτό της ώρας φθάσαμε στην προκυμαία. Εκεί, χάμου, στις πλάκες κοντά στο πεζούλι, χάζευε ένα σταχτόμαυρο κουβάρι. Ανέβηκα στο πεζούλι και είδα για πρώτη φορά φωκόπουλο. Έμοιαζε σαν ένα παχουλό σταχτόμαυρο κουτάβι, μα είχε μουστάκια σαν την γάτα. Το κεφάλι του ήτανε στρουμπουλό και δεν είχε καθόλου αυτιά. Ο λαιμός του ήτανε κοντός και παχύς κι οι τρίχες του γυαλίζανε.
Είχε μεγάλα μάτια που κοιτάζανε όπως κοιτάζει ο άνθρωπος. Ώρες-ώρες γυαλίζανε. Τα πισινά του πόδια ήτανε κολλημένα, σαν να είχε ράψει κανείς το ένα απάνω στ' άλλο. Όταν περπατούσε τα ‘σερνε. Μα δεν περπατούσε, σερνότανε. Εστηριζότανε στα μπροστινά του πόδια που μοιάζανε σαν δυο μαδημένες φτερούγες κι ανασήκωνε το σώμα του κι έπειτα τ' άφηνε να πέσει και με το πέσιμο προχωρούσε δυο-τρεις σπιθαμές. Κι όλο έτσι έκανε κι όλο ακούμπαγε χάμου με το στήθος.
Ένας ψαράς έσκυψε και το πήρε στο χέρια του και ετράβηξε κατά την πλατεία. Πίσω ακολουθούσανε οι άλλοι.
- Πού το πάνε; ρώτησα το φίλο μου, το γιο του ψαρά.
- Το πάνε στην πλατεία, στα μαγαζιά, να το ιδεί το κόσμος.
- Κι έπειτα τι θα το κάμουν; ρώτησα.
- Θα το σκοτώσουν.
- Γιατί; Δεν είναι κρίμα;
- Άκου κει που είναι κρίμα. Αμ' αν τ' αφήσουν πάλι στη θάλασσα, θα μεγαλώσει και θα σκίζει τα δίχτυα.
Ο ψαράς με το φωκόπουλο είχε προχωρήσει πολύ. Ο γιος του ψαρά ο φίλος μου έτρεξε να πάει με τους άλλους.
- Έλα, πάμε στο σπίτι, είπε ο πατέρας μου. Το είδες τώρα. Θα το δεις και αργότερα.
- Πατέρα, είπα εγώ, θα το σκοτώσουν.
- Πού το ξέρεις;
- Μου το είπε ο γιος του ψαρά.
Ο πατέρας μου, μου έριξε μια ματιά. Έπειτα κοίταξε προς την πλατεία.
- Πατέρα, είπα εγώ, μην τους αφήσεις να το σκοτώσουν! Μην, ακούς, πατέρα;
- Καλά, μου είπε ο πατέρας μου. Θα πάω να τους καταφέρω να το αφήσουν ελεύθερο στη θάλασσα.
- Όχι, δεν θα σε ακούσουν! είπα εγώ. Δεν θα το ξαναρίξουν στη θάλασσα, γιατί θα μεγαλώσει και θα τους χαλάει τα δίχτυα.
- Ε, τότε θα κάμω κάτι άλλο, είπε ο πατέρας μου. Ανέβα στο σπίτι και περίμενέ με. Δεν θ' αργήσω.
Και, χωρίς να μου δώσει καιρό να τον ρωτήσω τι ήτανε αυτό το "άλλο", τράβηξε για την πλατεία. Εγώ ανέβηκα στο σπίτι και τον περίμενα. Δεν άργησε πολύ. Δεν την ξεχνάω τη στιγμή που τον είδα να γυρίζει, γιατί ήτανε μια στιγμή που μου έδωκε δυνατή χαρά. Άκουσα τα βήματά του στη σκάλα. Άνοιξε η πόρτα. Μπήκε. Πίσω του ακολουθούσε ο φίλος μου, ο γιος του ψαρά, κρατώντας ένα μεγάλο καλάθι. Και μέσα στο καλάθι ήτανε ένα μαύρο κουτάβι. Ο πατέρας μου πήρε το καλάθι και ... άδειασε χάμου το φωκόπουλο.
- Πάρ’ το! μου είπε. Είναι δικό σου!...
Του το χάρισαν οι ψαράδες; Το αγόρασε απ' αυτούς; Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε καν τον ρώτησα κείνη τη στιγμή. Έτρεξα κι επήρα το φωκόπουλο στην αγκαλιά μου. Έπειτα τ' ακούμπησα χάμου. Έπειτα το πήγα στο πλυσταριό.
- Εδώ είσαι καλά, του είπα. Εδώ θα μείνεις για καλά.
Σαν να καταλάβαινε τα λόγια μου το φωκόπουλο, άνοιξε το στόμα του κι άφησε δύο φωνούλες που έμοιαζαν με το κράξιμο της χήνας.
- Θα σου φέρω και νερό θαλασσινό, του είπα εγώ, για να κάνεις το μπάνιο σου. Να, εδώ στη γούρνα θα κάνεις το μπάνιο σου, του είπα.
Την ίδια στιγμή εγώ κι ο γιος του ψαρά αρχίσαμε να κουβαλάμε κουβάδες με θάλασσα κι γεμίσαμε τη γούρνα. Το φωκόπουλο γλίστρησε αμέσως μέσα. Έπειτα βγήκε, έπειτα ξαναμπήκε. Συχνά βουτούσε το κεφάλι του μέσα στο νερό κι έπειτα το έβγαζε και ξεφυσούσε. Σε λίγο άρχισε να φωνάζει.
- Πεινάει, είπε ο γιος του ψαρά.
Τρέξαμε και του αγοράσαμε μαρίδες. Έφαγε λίγες κι έπειτα άρχισε να τριγυρίζει στο πλυσταριό. Κι όλο πήγαινε κοντά στην πόρτα. Κι όλο φώναζε.
- Θέλει να φύγει, είπε ο γιος του ψαρά. Θέλει την ελευθερία του.
- Έπειτα θα το πάμε στην αμμουδιά να σεργιανίσει.
- Θα έρθω κι εγώ, είπε ο πατέρας μου. Και τώρα πρέπει να το αφήσουμε μόνο του, εξακολούθησε. Μπορεί να θέλει να ησυχάσει.
Βγήκαμε όλοι από το πλυσταριό και τ' αφήσαμε μόνο. Σε κανένα τέταρτο της ώρας μισάνοιξα σιγά την πόρτα του πλυσταριού και εκοίταξα να ιδώ τι κάνει. Το είδα να κάθεται ακίνητο χάμου στα πλακάκια, γερμένο στο ένα πλευρό.
Κοιμόταν...
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί το ταΐσαμε κι έπειτα το βγάλαμε περίπατο στην αμμουδιά. Μόλις μυρίστηκε θάλασσα, έβαλε τα δυνατά του να φύγει από τα χέρια μας και να πέσει στο νερό, μα εμείς δεν το αφήναμε. Το τραβούσαμε ολοένα στο αντίθετο μέρος, προς την ξηρά. Σε λίγο ήρθανε κι άλλα παιδιά και όλοι μαζί φτιάσαμε στην αμμουδιά μια μικρή τεχνητή λίμνη και βάλαμε το φωκόπουλο μέσα. Μα αυτό δεν είχε ησυχία. Όλο ζητούσε να φύγει, όλο γύρευε να πέσει στην αληθινή θάλασσα. Στιγμές-στιγμές όμως στεκόταν ακίνητο κι απολάμβανε τη λιακάδα. Σιγά-σιγά άρχισε να δέχεται και τα χάδια μας.
Περνούσαν οι μέρες. Το φωκόπουλο όλο κι έτρωγε με όρεξη κι όλο συνήθιζε την καινούργια ζωή του. Δεν φώναζε πια πολύ, ήτανε ήσυχο, έτρωγε κανονικά κι έπειτα από το φαΐ το έριχνε στον ύπνο. Όταν ήτανε συννεφιά, δεν το βγάζαμε έξω. Το αφήναμε μέσα. Τις μέρες αυτές κοιμόταν πιο πολύ.
Μια μέρα ο γιος του ψαρά μου λέει:
- Ξέρεις τι να κάμουμε;
- Τι;
- Να πάμε μαζί με το φωκόπουλο στη "λιμνοθάλασσα".
"Λιμνοθάλασσα" λέγαμε μια μικρή λίμνη με αλμυρό νερό που σχηματιζόταν πέρα μακριά στα βράχια του γιαλού, εκεί που τέλειωνε η αμμουδιά. Ήτανε μια χαριτωμένη λιμνούλα, όχι μεγαλύτερη από μια δεξαμενή. Γύρω-γύρω ήτανε βράχια απότομα, γεμάτα τρύπες κι ο βυθός ήτανε σκεπασμένος με πολύχρωμα θαλασσινά χορτάρια. Ένα στενό αυλάκι ανοιγμένο μέσα στα βράχια ένωνε τη λίμνη με τη θάλασσα. Πηγαίνουμε εκεί συχνά κι επιάναμε καβούρια. Ήτανε πολλά καβούρια στη λίμνη.
Ήτανε καλή ιδέα να πάμε το φωκόπουλο εκεί. Τα νερά μέσα στη λίμνη ήτανε βαθιά μισό μέτρο και το αυλάκι ήτανε πολύ στενό. Θα μπορούσαμε με μερικές πέτρες και με μερικά ξύλα να τα φράξουμε και το φωκόπουλο θα κολυμπούσε ωραία μέσα στη λίμνη, χωρίς να υπάρχει φόβος να μας φύγει.
- Ωραία είναι η ιδέα σου! Είπα στο γιο του ψαρά. Το φωκόπουλο θα περάσει όμορφα μέσα στη λίμνη. Μπορεί μάλιστα να βρει και ψαράκια ζωντανά να φάει. Μα πρέπει να φράξουμε καλά το λούκι.
- Ναι, και θα το φράξουμε.
Την άλλη μέρα κιόλας πρωί-πρωί πήγαμε και φράξαμε το λούκι κι έπειτα γυρίσαμε και πήραμε το φωκόπουλο. Έξω από τη λίμνη, εκεί που άρχιζε η θάλασσα, τα νερά ήτανε βαθιά κι ο τόπος άγριος, γεμάτος μυτερά βράχια. Ως ένα σημείο όμως, ακριβώς εκεί που άρχιζε το αυλάκι, υπήρχε μια μικρή γλώσσα από αμμουδιά. Εκεί καθίσαμε και βλέπαμε το φωκόπουλο που κολυμπούσε μέσα στη λίμνη. Έκανε θόρυβο μεγάλο κι όλο φώναζε, ίσως γιατί ένιωθε τη θάλασσα κοντά του, την άγρια θάλασσα με τα βαθιά νερά και την ερημική ακρογιαλιά όπου είχε συνηθίσει να τριγυρίζει μαζί με την μητέρα του.
Την άλλη μέρα το ξαναπήγαμε. Μόλις φθάσαμε, άρχισε πάλι να φωνάζει κι όλο πάσχιζε να φύγει από τη λίμνη και να βγει στη θάλασσα, μα εμείς είχαμε φράξει το λούκι καλά. Παίξαμε λίγο μαζί του μέσα στη λίμνη, του δώσαμε ψάρια που είχαμε φέρει μαζί μας και έπειτα το τραβήξαμε στη μικρή αμμουδιά, μα δεν τ' αφήναμε στιγμή από τα χέρια μας, γιατί ήτανε έτοιμο να πέσει στη θάλασσα και να χαθεί από τα μάτια μας. Όλο γύριζε προς τη θάλασσα κι εμείς όλο του γυρίζαμε το κεφάλι προς την ξηρά και προς τη λίμνη.
- Να το ξαναβάλουμε πάλι στη λίμνη, μου λέει ο γιος του ψαρά.
- Εγώ λέω καλύτερα να το πάμε στο σπίτι.
Δεν είχα τελειώσει κι άκουσα το γιο του ψαρά να ξεφωνίζει και να μου δείχνει τη θάλασσα, εκεί που τέλειωνε η μικρή αμμουδιά.
- Κοίτα! Κοίτα!
Γύρισα το κεφάλι μου. Και τότε είδα ένα μεγάλο μαύρο κεφάλι να βγαίνει απ' τα νερά και να σηκώνεται κύμα. Ήτανε η μεγάλη φώκια, η μητέρα του. Πρόβαλε ξαφνικά κοντά μας, τρία-τέσσερα μέτρα μας χωρίζανε απ' αυτή, κι ερχόταν σα μια μαύρη βάρκα. Χτύπησε η καρδιά μου δυνατά και, μ' ένα πήδημα, βρέθηκα στα βράχια κι επροσπαθούσα να σκαρφαλώσω, ενώ ο γιος του ψαρά τραβούσε προς το αυλάκι. Όλα αυτά γινήκανε σε μια στιγμή.
Όταν γύρισα πίσω το κεφάλι μου, το φωκόπουλο ήτανε μαζί με τη μάνα του κι έφευγαν ανοιχτά.
- Πέταξε το πουλί! είπε ο γιος του ψαρά.
Γύρισα στο σπίτι μου θλιμμένος. Η γιαγιά μου με είδε από μακριά κι εκατέβηκε.
- Που είναι το φωκόπουλο; μ' ερώτησε.
- Το πήρε η μητέρα του!
Και της είπα όλα τα καθέκαστα.
- Καλύτερα! είπε η γιαγιά μου. Βρήκε το καημένο την ελευθερία του! Πρέπει να είσαι ευχαριστημένος. Έγινες αιτία να σωθεί ...