ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Με την έναρξη της Καθαράς Δευτέρας (Σαρακοστής) κρεμούσαν στο ντιβάνι ή στο νταβάνι μια πατάτα ή ένα κρεμμύδι, όπου επάνω κάρφωναν 7 φτερά. Κάθε εβδομάδα έβγαζαν κι από ένα φτερό. Έτσι, τελειώνοντας τα φτερά ερχόταν το Πάσχα. Το έθιμο αυτό, που λέγεται «κουκαράς», το χρησιμοποιούσαν σαν φόβητρο των παιδιών, να μη ζητήσουν φαγητό μη νηστήσιμο. Ο κουκαράς στην παιδική γλώσσα σημαίνει κόρακας.

Την Κυριακή των Βαΐων έτρωγαν ψάρι μαγειρεμένο. Τα παιδιά γυρνούσαν και έψαλλαν στα σπίτια. Μάζευαν στα καλάθια τους κουλούρια, μικρά ψωμάκια (κολόθε), αυγά (ωβά), καραμέλες κ.ά. Στόλιζαν τα καλάθια τους με κλαδιά δάφνης ή πασχαλιάς.

Τη Μ. Τετάρτη ο παπάς γύριζε στα ποντιακά σπίτια, για το Ευχέλαιο.

Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν κόκκινα αυγά, όσα ήταν τα άτομα στην οικογένεια. Το ένα αυγό ήταν για την εικόνα της Παναΐτσας. Τα ευχελιασμένα καλάθια (με τσουρέκια, αλεύρι, ωμά αυγά, λάδι, αλάτι, σπόρους δημητριακών) τα πήγαιναν το βράδυ στα 12 ευαγγέλια. Τα καλάθια τα έπαιρναν πίσω την Ανάσταση. Τα τσόφλια (τσέπλε) των αυγών τα βάζανε στις ρίζες των δέντρων για κάρπισμα.

Τη Μ. Παρασκευή έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Ιούδα. Το γέμιζαν χόρτα και το τοποθετούσαν στο καμπαναριό.

Το Μέγα Σάββατο το πρωί στόλιζαν την εκκλησία με κλαδιά δάφνης. Με το «Χριστός Ανέστη» τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά, πυροβολούσαν και αγκαλιάζονταν. Τουφέκιζαν το ομοίωμα του Ιούδα και το έκαιγαν. Έκαιγαν δαφνόφυλλα, γιατί η δάφνη θεωρείται το καταραμένο δέντρο. Πήγαιναν στα σπίτια με αναμμένες λαμπάδες και τα έσβηναν στο αλεύρι. Την πρώτη μέρα τσούγκριζαν με το μυτίν, τη δεύτερη με τον κώλον και την τρίτη με την κοιλίαν. Μέχρι την Ανάληψη έλεγαν «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς Ανέστη».

Η ημέρα της Λαμπρής έφερνε χαρά και συμφιλίωση σ’ όλους. Οι θυμοί και τα μίση παραμερίζονταν. Στην πλατεία του χωριού γινόταν χοροί και γλέντια με την ποντιακή λύρα.