Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ

Η Ποντιακή λύρα είναι το εθνικό μουσικό όργανο των Ποντίων. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη λύρα των αρχαίων, γιατί αυτή ανήκει στην οικογένεια της άρπας και παίζεται με πλήκτρα.

Υπολογίζεται ότι διαμορφώθηκε με το σημερινό της σχήμα μετά τον 10ο αι. μ.Χ. Προέρχεται, μάλλον, από τη βυζαντινή λύρα που είχε μεγάλη συγγένεια με την αραβική rabab (9ο αι. μ.Χ.). Στον Πόντο η ποντιακή λύρα λεγόταν και κεμεντζές. Η λέξη αυτή προέρχεται, ίσως, από την περσική λέξη kamanja (είδος λύρας – 10ο αι. μ.Χ.). Στα τούρκικα σημαίνει μικρό βιολί.

Η ποντιακή λύρα έχει φιαλόσχημο ηχείο. Έχει μήκος 50 εκ., πλάτος 9 εκ. και βάθος 3-4 εκ. Είναι τρίχορδη και κατασκευάζεται από ξύλο κοκκύμελου (δαμασκηνιά) ή από αρτούτζιν (άρκευθος), μουριά, καρυδιά, κισσό, κέδρο κ.ά. Το καπάκι είναι από ξύλο πεύκου ή έλατου. Πριν από το 1920 οι χορδές ήταν από μετάξι ή έντερο, που έδιναν αδύνατη φωνή. Έπειτα χρησιμοποιήθηκαν μετάλλινες χορδές (τέλια). Το μήκος των χορδών είναι 28-32 εκ. Το τοξάρι έχει μήκος 50-55 εκ. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο σκληρό και κυρτό. Έχει τρίχες από αρσενική αλογοουρά.

Η λύρα κουρδίζεται πάντα κατά τέταρτες καθαρές. Οι  3 χορδές έχουν την ονομασία: το ζιλ, το μεσαίον και το καπάν. Το κανονικό της κούρδισμα είναι: ΛΑ, ΜΙ και ΣΙ. Η μουσική κλίμακά της είναι περίπου δυόμισι μέτρα. Αποτελείται από τα εξής μέρη: κλειδιά (ωτία), κεφάλι (κιφάλ), λαβή (λαιμόν), το παλικάρι (κορδοστάτες ή τσίπα), ζυγός (γαϊδούρ), γλώσσα (σπαλέρ), υποστήριγμα (στουλάρ), 1η χορδή ΛΑ, 2η χορδή ΜΙ και 3η χορδή ΣΙ.

Ο τρόπος παιξίματος της ποντιακής λύρας είναι συγχορδία. Όλη η δομή της λύρας εμφανίζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης. Είναι εφεύρεση των Ελληνοποντίων, οι οποίοι τη μετέφεραν στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό του 1922-23.

Σχεδόν ίδιο σχήμα έχει και η λύρα των ελληνόφωνων σήμερα κατοίκων του Πόντου. Το ηχείο της λύρας αυτής δεν είναι πολύ βαθουλό, ενώ το τοξάρι κρατιέται ή παίζεται κάπως διαφορετικά. Η μελωδία είναι περισσότερο μονότονη και ψιλή. Η ποντιακή λύρα είναι μελωδικό όργανο, που έχει ρυθμική ποικιλία και ιδιομορφία. Συνοδεύει τραγούδια επικού και βυζαντινού περιεχομένου.

Ο Πόντιος λυράρης παίζει εύθυμα, τονώνοντας τους χορευτές.

Συγγενής λύρα είναι ο Κεμανές, που παιζόταν στην Καππαδοκία. Οι χορδές του Κεμανέ ήταν από 5 μέχρι 8.

Αντίστοιχα με τη λύρα του Πόντου ήταν τα μουσικά όργανα ποκέτε Γαλλίας και κιτ Αγγλίας, που τον 16ο – 18ο αι. συνόδευαν το χορό.

Πατριάρχης της ποντιακής λύρας θεωρείται ο Γώγος Πετρίδης, που πέθανε το 1984. Σήμερα πολλοί νέοι ασχολούνται με τη λύρα.