ΕΘΝΙΚΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΑΡΚΟ
Ένας από τους σημαντικούς βιότοπους της Μεσογείου απαιτεί σωστή προστασία
Μάιος του 1976 και το μικρό ψαράδικο του Γιάννη Φλωρούς σαλπάρει από το λιμάνι της Αλοννήσου, με προορισμό το Πιπέρι. Επιβάτες του ο dr της Ζωολογίας και Πολιτιστικής Ανθρωπολογίας Thomas - Schultze Westrum και o cameraman Kurt Lorenz.
Μοναδικό τους εφόδιο μια κινηματογραφική μηχανή 16 mm. Ο πρώτος από τους επιβάτες του και ο καπετάνιος του μικρού ψαράδικου δένονται ήδη με μια φιλία που άρχισε από το 1957. Έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι το μικρό ψαράδικο προσεγγίζει στο Πιπέρι. Ύστερα από αναμονή επτά ωρών, για πρώτη φορά στην ιστορία, καταγράφεται σε φιλμ η εικόνα μιας μεσογειακής φώκιας. Το φιλμ με τίτλο «Η ακτή της φώκιας» θα ολοκληρωθεί, καταγράφοντας όχι μόνο τη φώκια, αλλά την άγρια πανίδα, τη φυσική ομορφιά και τη ζωή των ψαράδων της παραδοσιακής παράκτιας αλιείας.
Μεγάλη αποικία
Το Αρχιπέλαγος των Β. Σποράδων -πέραν της Αλοννήσου- θεωρείται μια από τις σημαντικότερες περιοχές της Μεσογείου για την άγρια πανίδα, με χωρίς σχεδόν ανθρώπινη παρουσία και μακριά από κατοικημένες περιοχές.
Τα είκοσι πέντε (25) μικρά νησάκια και βραχονησίδες έχουν ανεπανάληπτες φυσικές καλλονές και είναι ο βιότοπος μιας μεγάλης αποικίας μεσογειακής φώκιας Monachus monachus του αιγαιόγλαρου Larus auduini, του μαυροπετρίτη Falkon eleonora και άλλων σπάνιων και μοναδικών ειδών πουλιών και φυτών.
Δέκα ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, θα προβάλλουν την ταινία αυτή, κάνοντας γνωστή και τη φώκια και την Αλόννησο. Στο συνέδριο που οργανώνεται στη Ρόδο το 1978 από τον καθηγητή Keith Ronald, οι περισσότεροι των συνέδρων βλέπουν για πρώτη φορά μεσογειακή φώκια, έστω και σε ταινία.
Το πανέμορφο αυτό θηλαστικό -που υπάρχει πριν ακόμα ο άνθρωπος κατασκευάσει βάρκες- υμνείται από τον Όμηρο και ζει αρμονικά με τους παραδοσιακούς παράκτιους αλιείς επί χιλιάδες χρόνια.
Η θαλάσσια περιοχή των Β. Σποράδων δεν είναι μόνο ο βιότοπος της φώκιας, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και την οικονομική βάση για τους ψαράδες της Αλοννήσου. Οι ψαράδες αυτοί έχουν ζήσει μαζί με τις φώκιες σε αρμονία επί εκατοντάδες χρόνια, μοιράζοντας τα ίδια βιοποριστικά πεδία.
Αυτή η συνύπαρξη διατηρήθηκε και επέζησε μέχρι την εισαγωγή και χρήση νέας τεχνολογίας στην αλιεία.
Οικολογική διαταραχή
Στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 -αρχές της δεκαετίας του ‘80- νέα μεγάλα αλιευτικά σκάφη τα οποία επιδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση- εισέρχονται στα παραγωγικά μεν αλλά περιορισμένα αλιευτικά πεδία του Αρχιπελάγους. Έτσι τα προβλήματα από την οικολογική ισορροπία αρχίζουν από τη στιγμή που τα σκάφη αυτά, γνωστά με το όνομα γρι-γρι (ημέρας και νύχτας) καταφθάνουν, κυρίως από τη Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη και Καβάλα, στους παραδοσιακούς ψαρότοπους της παράκτιας αλιείας.
Η εντατική εκμετάλλευση και υπεραλίευση των βυθών από τα γρι γρι οδηγούν συγχρόνως στην οικολογική διατάραξη και στην οικονομική δυσπραγία των ντόπιων ψαράδων.
Τα σκάφη αυτά είναι αρκετά μεγάλα, τεχνολογικά εξοπλισμένα και καταλαμβάνοντας τα αλιευτικά πεδία αλιεύουν σε μαζική κλίμακα.
Η παραγωγή της ντόπιας αλιείας άρχισε να φθίνει δραματικά. Τα στοιχεία παραγωγής της περιόδου 1982-1986 είναι χαρακτηριστικά της παραπάνω πραγματικότητας. Παίρνοντας ενδεικτικά ένα είδος αλιεύματος -της γόπας- η παραγωγή του αλιευτικού συνεταιρισμού διαμορφώνεται ως ακολούθως για την παραπάνω περίοδο: 1982: 71.409 κιλά, 1983: 52.481 κιλά, 1984: 35.558 κιλά, 1985: 37.845 κιλά και 1986: 31.156 κιλά. «Η θάλασσα δεν προλαβαίνει να αναπληρώσει αυτό που ψαρεύεται μαζικά» θα διαπιστώσουν και θα διατυπώσουν δια στόματος του τότε προέδρου τους Παύλου Δροσάκη, οι ψαράδες της Αλοννήσου. Ομοίως οι δυνατότητες διατροφής της φώκιας ελαττώθηκαν δραστικά.
Από αυτό το σημείο και μετά ο καθένας αρχίζει να διαμαρτύρεται.
Οι φώκιες όλο και πιο συχνά καταφεύγουν στα δίχτυα των ψαράδων για να εξασφαλίσουν την τροφή τους, προξενώντας ζημιές σ’ αυτά. Έτσι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις φώκιες και τους ψαράδες άρχισε, αφού η μαζική υπεραλίευση των γρι γρι οδηγούσε μοιραία σε εξάντληση των ιχθυαποθεμάτων και συνακόλουθα της παραγωγικής δυνατότητας του βυθού.
Σε δραστήριους προστάτες
Μετά την πρόταση για την δημιουργία του Θαλασσίου Πάρκου -το οποίο μπορεί να θεωρηθεί πνευματικό τέκνο του Thomas - Schultze Westrum- ο βασικός σκοπός των περιβαλλοντολόγων ήταν να μετατρέψουν τους «εχθρούς» της φώκιας σε δραστήριους προστάτες αυτής.
Ήταν από την αρχή αντιληπτό ότι η διατήρηση των φυσικών πόρων και η προστασία της φύσης δεν μπορούν να επιτύχουν χωρίς την δραστήρια συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει τις ιδιαίτερες συνθήκες μιας περιοχής καλύτερα από αυτούς που ζουν σ’ αυτήν.
Έτσι, από το 1982 ακόμα επιτεύχθηκε μια στενή συνεργασία των περιβαλλοντολόγων και των ψαράδων του αλιευτικού συνεταιρισμού Αλοννήσου με την διακήρυξη των ψαράδων ότι δεν θα «κυνηγούσαν» τις φώκιες μέχρι να δημιουργηθεί μια προστατευόμενη και ελεύθερη από τα γρι γρι περιοχή στο Αρχιπέλαγος.
Το Θαλάσσιο Πάρκο εθεωρείτο μια λύση όχι μόνο για την προστασία της φώκιας και των άλλων σπανίων ειδών, τους πληθυσμούς των οποίων ουδέποτε έθιξαν οι ψαράδες, αλλά και μια προστατευτική ασπίδα για το εισόδημα των ίδιων των ψαράδων, αφού βασικός και κύριος στόχος θα ήταν η απομάκρυνση των γρι γρι από τους και άκρως ευαίσθητους βιότοπους.
Η πρωταρχική ιδέα του Πάρκου επροτάθη σα μια συμμαχία ανάμεσα στη φώκια και τους παραδοσιακούς παράκτιους αλιείς, οι οποίοι ήταν η μόνη ομάδα ικανή να προστατεύσει τους πόρους για το καλό της φώκιας, αλλά και του δικού τους εισοδήματος.
Η προστασία των βυθών και των ιχθυαποθεμάτων από τη μαζική υπεραλίευση των γρι γρι εθεωρείτο από τους πρώτους στόχους της δημιουργίας του Θαλάσσιου Πάρκου.
Οι ντόπιοι ψαράδες θα είχαν το αντισταθμιστικό όφελος να συνεχίσουν τον παραδοσιακό τρόπο παράκτιας αλιείας χωρίς τον αθέμιτο ανταγωνισμό της μέσης μαζικής αλιείας, που τους οδηγεί στον οικονομικό μαρασμό και παράλληλα στην οικολογική διαταραχή.
Στις διαδικασίες που άρχισαν το 1985 οι ψαράδες συμμετέχουν με πρωτοπόρες προτάσεις ακόμη και εις βάρος των βραχυχρόνιων συμφερόντων τους, όπως ο περιορισμός του μήκους των χρησιμοποιούμενων διχτυών ανά σκάφος, το ελάχιστο άνοιγμα των «ματιών» (των διχτυών), ο χρόνος παραμονής στη θάλασσα, ακόμη και η παύση της αλιείας κατά τον Μάιο (μήνα Αναπαραγωγής) και άλλες.
Στις 31 Αυγούστου 1986 υπογράφεται η πρώτη νομαρχιακή απόφαση για τη δημιουργία του Θ.Π όπου ενσωματώνονται οι θέσεις των ψαράδων και τα γρι γρι εξοστρακίζονται πέρα από τα όριά του.
Η υλοποίηση της νομαρχιακής αποφάσεως και των μετέπειτα υπουργικών διαταγμάτων ανατίθεται σε τέσσερις φύλακες -παιδιά ψαράδων- οι οποίοι με συμμετοχή των ντόπιων αλιέων ασκούν τη φύλαξη του Πάρκου.
Τα θετικά αποτελέσματα ανάκαμψης των βυθών καταγράφονται και πάλι στα στοιχεία παραγωγής της εξαετίας που ακολουθεί. Έτσι ενδεικτικά και πάλι για τη γόπα τα στοιχεία διαμορφώνονται: 1987: 51.514 κιλά, 1988: 76.943 κιλά, 1989: 139.845 κιλά, 1990: 87.811 κιλά, 1991: 86.751 κιλά και 1992: 280.908 κιλά.
Εύκολα διακρίνει κανείς, πως η φυσική προστασία μπορεί να συνδεθεί αρμονικά με την οικονομική θωράκιση ήπιων μορφών εκμετάλλευσης.