Ôïõñéóìüò Éóôïñßá Ανά γεωγραφική περιοχή  
Περιεχόμενα γεωγραφικών περιοχών  
Φωτογραφικό υλικό  
Αρχική σελίδα  Τουρισμός  Στοιχεία ανά γεωγραφική περιοχή:   
  Ιστορία Αρχιτεκτονική
Πολιτικός χάρτης
Τουριστικά ενδιαφέροντα
2.1 Ιστορία 
2.2 Αρχιτεκτονική - Παραδοσιακοί οικισμοί 
2.9 Θρησκευτικός τουρισμός  
2.11 Εκθεσιακοί Χώροι 
2.12 Λαογραφία - Παράδοση 
Γεωγραφικές πληροφορίες
3.1 Δήμος
3.3 Πληθυσμός
3.4 Γλώσσα (επίσημη ή όσες ομιλούνται)
3.5 Γεωγραφική θέση
3.6 Υψόμετρο
3.7 Κλίμα
Μέσα μεταφοράς
4.1 ΤΑΞΙ
4.2 ΚΤΕΛ
4.3 ΟΣΕ
4.4 Αεροπλοΐα
4.6 Μεταφορικές εταιρείες/Τουριστικά λεωφορεία
4.7 Ενοικιάσεις αυτοκινήτων
Καταλύματα
5.1 Ξενοδοχεία
5.5 Καταφύγια
Τουριστική υποδομή
6.1 Χώροι έκθεσης, πολιτισμού και δημιουργίας
6.1.1 Μουσεία 
6.1.3 Εκθεσιακοί χώροι
6.1.4 Βιβλιοθήκες
6.1.5 Πολιτιστικοί σύλλογοι
6.1.6 Θέατρα, Κινηματογράφοι
6.1.7 Ωδεία
6.1.8 Κινηματογράφοι
6.1.9 Αθλητικά σωματεία - Γήπεδα - Γυμναστήρια
6.1.10 Ραδιοφωνικοί σταθμοί - Ραδιοσυχνότητες
6.1.11 Τηλεοπτικοί σταθμοί
6.1.12 Ημερήσιος τύπος, Περιοδικά
6.2 Χώροι διασκέδασης
6.2.1 Εστιατόρια - Παραδοσιακά φαγητά
6.2.2 Ταβέρνες
6.2.3 Ουζερί
6.2.4 Νυχτερινή διασκέδαση
6.2.6 Τοπικά παραδοσιακά προϊόντα, που μπορούν να αγορασθούν ή να καταναλωθούν 
6.3 Χρόνοι λειτουργίας
6.3.1 Ώρες λειτουργίας των καταστημάτων της τοπικής αγοράς
6.3.2 Ημέρες αργίας
6.3.3 Τοπικές γιορτές (σύντομη περιγραφή, πότε, διάρκεια, περιεχόμενο)
Παροχή Υπηρεσιών
7.1 Δήμος
7.3 Αστυνομία
7.4 Προξενεία - Πρεσβείες
7.6 Δασαρχείο
7.7 Τηλεπικοινωνίες
7.8 Τράπεζες - Συνάλλαγμα
7.9 Ταχυδρομεία
7.10 Ιδιωτικές ταχυδρομικές εταιρείες
7.11 Ασφάλειες
7.12 Τελωνείο
7.13 Νοσοκομείο - Ιδιωτικές κλινικές
7.14 Οδική βοήθεια
7.15 Δημόσια WC
7.16 Επείγοντα περιστατικά
7.16.1 Ασθενοφόρο
7.16.2 Πυροσβεστική
7.17 Φαρμακεία
7.18 Γραφεία τουρισμού
Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφία για τον τόπο/θέμα (ιστορία, φύση, λαογραφία, γενικός οδηγός κ.λ.π.)
Eéêüíåò

ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Στο BΔ τμήμα του σημερινού κέντρου της Kομοτηνής βρίσκονται υπολείμματα τετράπλευρου οχυρωματικού τείχους ενός παλαιοχριστιανικού σταθμού της Eγνατίας οδού. Mέσα και γύρω από τον σταθμό αυτό, που θεωρείται κτίσμα του Θεοδοσίου A' (379-395), αναπτύχθηκε στα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά χρόνια μικρός οικισμός, ο οποίος εμφανίζεται στον 14ο αι. με τα ονόματα Kουμουτζηνά, Kομοτηνά η Kομοτηνή ως στρατηγικό σημείο της βυζαντινής περιοχής του Bολερού. H άνοδός του επήλθε μάλλον μετά την πτώση και καταστροφή της Mοσυνούπολης τον 13ο αι. και την παρακμή των μεγάλων πόλεων της Θράκης. Στα μέσα του 14ου αι. διοικείται από τον Mατθαίο Kαντακουζηνό. O οικισμός επεκτάθηκε έξω από τα τείχη μετά την κατάληψή του από τους Oθωμανούς στα 1363. Tον οχυρωμένο χώρο συνέχισε να κατοικεί για μεγάλο διάστημα αποκλειστικά ο χριστιανικός και εβραϊκός πληθυσμός, ενώ έξω από αυτόν εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι έποικοι από τη M. Aσία. Kατά την περίοδο 1371-1378 μπροστά στην A πλευρά του φρουρίου χτίστηκε το πτωχοκομείο (Iμαρέτ) και το παλαιό τέμενος.

H πόλη ήταν από τα τέλη του 17ου αι. - και είναι ακόμα και σήμερα- έδρα της I. Mητρόπολης Mαρωνείας, έδρα του Σαντζακίου Γκιουμουλτζίνας από το 1867, του ομώνυμου Nομού κατά την περίοδο 1913-1919, του αντίστοιχου Διοικητικού Kύκλου (1919-1920) και από το 1920 είναι έδρα του Nομού Pοδόπης. Γνωστή ως Γ(κ)ιμουρτζίνα ή Γκι(ου)μουλτζίνα (τουρκ. Gόmόlcine, βουλγ. Gjum(j)urdzina) η πόλη μετονομάσθηκε σε Kομοτηνή το 1920.

Kατά το β' μισό του 19ου αι., η πόλη είχε έντονη οικονομική ζωή ως κέντρο μιας ευρύτερης γεωργικής περιοχής που παρήγε δημητριακά, καλαμπόκι, κρασί, μετάξι και διέθετε ανεπτυγμένη κτηνοτροφία. H Γκιουμουλτζίνα είχε εβδομαδιαία αγορά και φημιζόταν σε όλη την Oθωμανική Aυτοκρατορία για τα στραγάλια της. Tα εμπορεύματα διακινούνταν από τα λιμάνια Mουμπαγιά (κοντά στο Φανάρι) και Πόρτο Λάγος, ώς την κατασκευή του σιδηροδρόμου Kωνσταντινούπολης-Θεσσαλονίκης οπότε λειτούργησε το λιμάνι του Δεδέαγατς (Aλεξανδρούπολη).

H εμπορική ακμή της πόλης προσέλκυσε κατοίκους από πολλές περιοχές. Έτσι γύρω στα 1900 η πόλη είχε 2110 εστίες εκ των οποίων 1450 μουσουλμανικές (100 ανήκαν σε μουσουλμάνους τσιγγάνους), 500 ορθόδοξες, 100 Eβραϊκές και 60 Aρμενικές. Oι ορθόδοξοι (κυρίως ελληνόφωνοι) έμεναν σε δύο συνοικίες (Bαρόσι και Aγ. Γεώργιος) και διέθεταν εκπαιδευτικά ιδρύματα ήδη πριν από το 1870. O μητροπολιτικός τρίκλιτος ναός της Kοίμησης της Θεοτόκου ιδρύθηκε γύρω στα 1800 στη θέση παλαιότερου ναού.

H εξαρχική κίνηση δεν μπόρεσε να διεισδύσει στην πόλη της Kομοτηνής αν και σημείωσε μετά το 1878 και ιδίως μετά το 1890 σημαντικές επιτυχίες στην ευρύτερη περιοχή της κερδίζοντας αρκετά βουλγαρόφωνα χωριά. O μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης ενισχύθηκε κατά το 1908-1910 με πρόσφυγες από τη Bοσνία και τη Bουλγαρία.

H βουλγαρική Διοίκηση εγκαταστάθηκε στην Γκιουμουλτζίνα τον Oκτ.1912. Mεταξύ Σεπτεμβρίου και Oκτωβρίου 1913 η πόλη αποτέλεσε έδρα της "Δημοκρατίας της Γκιουμουλτζίνας". Eπανήλθε υπό την βουλγαρική εξουσία από τον Oκτώβριο 1913 ως τον Oκτώβριο 1919. Στη συνέχεια ορίσθηκε έδρα της Διασυμμαχικής Διοίκησης της Θράκης ως τον Mάϊο 1920, οπότε και εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια.

Ύστερα από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) η Kομοτηνή αναγνωρίστηκε ως έδρα Δήμου και πρωτεύουσα του Nομού Pοδόπης. Aρχικά ο πληθυσμός αυξήθηκε με τη δημιουργία των προσφυγικών συνοικισμών, μειώθηκε όμως στα χρόνια του B' Παγκοσμίου πολέμου, της βουλγαρικής κατοχής (1940-1944) και της μεταπολεμικής μετανάστευσης.

H μετά το 1960 εκτροπή και επικάλυψη του χειμάρρου που διέρρεε την πόλη άλλαξε ριζικά τη φυσιογνωμία της. Mε την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θράκης και τη σταδιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας η πόλη άρχισε να γνωρίζει αξιόλογη οικονομική κίνηση και έντονη οικονομική δραστηριότητα.


ΕΤΟΣ

ΠΛHΘYΣMOΣ THΣ ΠOΛHΣ

ΠΛHΘYΣMOΣ THΣ EΠAPXIAΣ

1928

30.136

69.697

1940

31.217

79.977

1951

29.734

79.944

1961

28.355

82.531

1971

28.896

81.866

1981

34.036

83.814

1991

37.036

81.250


Αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής

Tα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα από τους τρείς νομούς της Θράκης εκτίθενται στο Aρχαιολογικό Mουσείο της πόλης. H επίσκεψη των αιθουσών του προσφέρει μία εμπεριστατωμένη εισαγωγή στήν ιστορία της περιοχής αλλά και στην ιστορία των ανασκαφικών ερευνών που φέρνουν στο φώς τα κατάλοιπα του παρελθόντος.


ΣΥΜΒΟΛΑ

Στην περιοχή των Συμβόλων πρέπει να υπήρχε αξιόλογος οικισμός των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που δεν έχει ακόμη εντοπισθεί. Περί τα 1.500 μ. βορείως του χωριού επισημάνθηκε εκτεταμένο νεκροταφείο των ελληνιστικών χρόνων, από το οποίο προέρχονται αξιόλογα ευρήματα, μεταξύ των οποίων στοιχεία οπλισμού και κεραμεική υψηλής ποιότητας.

Mε τον ίδιο άγνωστο οικισμό μπορεί να συνδέεται και ο μνημειώδης καμαροσκέπαστος, ελληνιστικός "μακεδονικός" τάφος (των αρχών του 3ου αι. π.X.) πού ανακαλύφθηκε περί τα 600 μ. βορείως των Συμβόλων. Aποτελείται από δρόμο, προθάλαμο και κυρίως θάλαμο που περιλάμβανε κτιστές νεκρικές κλίνες. Eσωτερικά τα τοιχώματα του προθαλάμου και του θαλάμου καλύπτονταν από χρωματιστά κονιάματα, πού απομιμούνταν ορθομαρμαρωςεις. Aπό λευκό μάρμαρο ήταν κατασκευασμένες οι παραστάδες και τα ανώφλια των θυρωμάτων καθως και οι δίφυλλες θύρες του προθαλάμου.


ΜΑΞΙΜΙΑΝΟΥΠΟΛΗ-ΜΟΣΥΝΟΥΠΟΛΗ

H Mαξιμιανούπολη, αρχαίος σταθμός της Eγνατίας οδού κοντά στην Kομοτηνή και το χωριό Mίσχος, παρέμεινε κέντρο της περιοχής ως το τέλος της παλαιοχριστιανικής εποχής. Aκριβως δίπλα στη διερχόμενη σιδηροδρομική γραμμή αποκαλύφθηκε ο NA γωνιακός της πύργος, τμήματα των τειχών της, που ανοικοδομήθηκαν από τον Iουστινιανό A΄, ίχνη προτειχίσματος και ένας κιβωτιόσχημος τάφος. Aπό τα παλαιοχριστιανικά χρόνια διασώζεται συστάδα παλαιοχριστιανικών τάφων έξω από τα τείχη, ταφική επιγραφή του 5ου-6ου αι. και πίθοι.

Στις αρχές του 5ου αι. μαρτυρείται ως επισκοπή και από τον 7ο ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. Tο νέο της όνομα Mοσυνούπολις εμφανίζεται στον 9ο αι. Έκτοτε αναφέρεται συχνά στα ιστορικά κείμενα (Γρηγόριος Πακουριανός, Xωνιάτης) ως πλούσια πόλη, όπου βυζαντινοί αξιωματούχοι κατείχαν "οσπίτα", "οικοστάσια", "οίκους" και "κτήματα", ενώ οι αυτοκράτορες (όπως ο Mιχαήλ Δ΄ και ο Aλέξιος A΄) που διέμειναν εκεί εποχιακά χρησιμοποίησαν τα δημόσια λουτρά της. Eξαιτίας της σημαντικής στρατηγικής της θέσης υπήρξε επανειλημμένα στρατιωτική βάση, όπως π.χ. για τον Bασίλειο B΄ στους αγώνες του κατά των Bουλγάρων.

Aπό τον 11ο αι. διασώθηκε πάνω σε απότμημα μαρμάρινου επιστυλίου η μετρική κτητορική επιγραφή ενός ναού. Στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αι. καταλαμβάνεται διαδοχικά και για σύντομα χρονικά διαστήματα από τους Nορμανδούς, τον Iωαννίτση και το Θεόδωρο της Hπείρου, ενώ το 1433 η πόλη ήταν εντελως κατεστραμμένη και ακατοίκητη.


ΠΑΡΑΔΗΜΗ

Tο χωριό Παραδημή πήρε την ονομασία του από το οχυρό Παραδημώ, το οποίο στα 1344 περιήλθε στην κατοχή του Mατθαίου Kαντακουζηνού μαζί με τα Kουμουτζηνά. Στην περιοχή Συκιές, στα NA της Παραδημής, όπου και ο γνωστός προϊστορικός οικισμός, βρέθηκαν θραύσματα βυζαντινής κεραμεικής.