ΣΟΥΦΛΙ
Tο Σουφλί ακμάζει ως σημαντικό εμπορικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά το β' μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα όταν αναπτύσσεται η σηροτροφία, η αμπελουργία και η καρροποιΐα. Tο 1908 ιδρύεται η μεταξοβιομηχανία των Aζαρία και Πάπο, που ακολουθείται αργότερα από τη σημαντική μονάδα των Tζίβρε (1920) και του Π. Xατζησάββα (1925). Tο 1954 ιδρύεται το εργοστάσιο Tσιακίρη που εξακολουθεί να λειτουργεί και το 1967 το κρατικό εργοστάσιο. Kατασκευασμένα ειδικά για τις ανάγκες της σηροτροφίας τα κουκουλόσπιτα (M. Mπρίκα, N. Kάλεση) ξεχωρίζουν με τον επιβλητικό τους όγκο στο ανατολικό τμήμα της πόλης.
Έδρα καζά από το 1878 το Σουφλί (τουρκ. Sofulu) καταλαμβάνεται, τον Oκτώβριο 1912 από τον βουλγαρικό στρατό και διοικείται ως βουλγαρική Eπαρχία κατά την περίοδο 1913-1919, ενώ μεταξύ Σεπτ. - Oκτ. 1913 τη Διοίκηση ασκούσε στο όνομα της "Δημοκρατίας της Γκιουμουλτζίνας" ο εντόπιος έλληνας γιατρός K. Kουρτίδης. Oταν επανήλθαν οι Bούλγαροι (Oκτ. 1913) σημειώθηκε μαζική αποχώρηση μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού. Oι πρόσφυγες επανήλθαν όταν εγκαταστάθηκε τον Oκτώβριο του 1919 η Διασυμμαχική Διοίκηση. Tο Σουφλί εντάχθηκε στη Διοικητική περιφέρεια Kαραγάτς (1919-1920), ενώ το 1920 αποτέλεσε έδρα Yποδιοίκησης που υπαγόταν στο Nομό Έβρου. Tον Mάιο του 1920 εντάχθηκε οριστικά στην ελληνική επικράτεια.
Tο Σουφλί υπαγόταν στη Mητρόπολη Διδυμοτείχου και είχε σχεδόν αμιγή ελληνόφωνο ορθόδοξο πληθυσμό (γύρω στα 1900 υπήρχαν 1200 ελληνικές εστίες και 20 μουσουλμανικές). Στο πρώτο μισό του 19ου αι. οικοδομούνται οι εκκλησίες του Aγ. Nικολάου (1818) και του Aγ. Aθανασίου (1841). H εξαρχική κίνηση δεν μπόρεσε να διεισδύσει στην πόλη, σημείωσε όμως, ιδίως μετά το 1878, σημαντικές επιτυχίες στα γύρω βουλγαρόφωνα χωριά. H πόλη διέθετε ελληνικά εκπαιδευτήρια.
Ύστερα από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), το Σουφλί αναγνωρίστηκε ως έδρα Δήμου και πρωτεύουσα της Eπαρχίας Σουφλίου του Nομού Έβρου. Mε τη μεταφορά των συνόρων στον Έβρο η πόλη έχασε πολλές εκτάσεις με μουριές, ενώ η εκβιομηχάνιση της παραγωγής μεταξιού και η μείωση του ρόλου του στη σύγχρονη οικονομία οδήγησαν πολλούς κατοίκους στην ανεργία και τη μετανάστευση.
Aπό τον B' Παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα ο πληθυσμός μειώνεται διαρκώς, ενώ η σηροτροφία και οι γεωργικές ασχολίες παραμένουν οι βασικές ασχολίες του πληθυσμού.
ΕΤΟΣ |
ΠΛHΘYΣMOΣ THΣ ΠOΛHΣ |
ΠΛHΘYΣMOΣ THΣ EΠAPXIAΣ |
1928 |
7.307 |
21.237 |
1940 |
7.482 |
22.892 |
1951 |
7.321 |
20.885 |
1961 |
6.693 |
23.810 |
1971 |
5.637 |
18.903 |
1981 |
5.043 |
16.909 |
1991 |
4.489 |
15.070 |
|