Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αθάνατος, -η, -ο
α-θά-να-τος επίθετο



αρσενικό: ο αθάνατος
θηλυκό: η αθάνατη
ουδέτερο: το αθάνατο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κανένας μας δεν είναι αθάνατος.
Σχετικές λέξεις:  θάνατος
immortal
 


 2. Έχω χρόνια αυτήν την τσάντα. Είναι αθάνατη!
indestructible