Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αβάσταχτος, -η, -ο
α-βά-στα-χτος επίθετο



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


невыносимый, ая, ое
Ορισμός
Που δεν μπορούμε να τον σηκώσουμε.
Παράδειγμα
 Το γαϊδουράκι υποφέρει από το αβάσταχτο βάρος των τούβλων που κουβαλάει στη ράχη του.

нестерпимый, ая, ое; невыносимый, ая, ое
Ορισμός
Που δεν μπορούμε να τον αντέξουμε.
Παράδειγμα
 Τον έπιασε ένας αβάσταχτος πόνος στο στομάχι και πήγε αμέσως στο νοσοκομείο.
Συνώνυμα:  ανυπόφορος, αφόρητος
Αντώνυμα:  ανεκτός