Δείτε επίσης τις λέξεις:
|
невыносимый, ая, ое
Ορισμός Που δεν μπορούμε να τον σηκώσουμε.
Παράδειγμα Το γαϊδουράκι υποφέρει από το αβάσταχτο βάρος των τούβλων που κουβαλάει στη ράχη του.
|
нестерпимый, ая, ое; невыносимый, ая, ое
Ορισμός Που δεν μπορούμε να τον αντέξουμε.
Παράδειγμα Τον έπιασε ένας αβάσταχτος πόνος στο στομάχι και πήγε αμέσως στο νοσοκομείο.
Συνώνυμα:
ανυπόφορος,
αφόρητος
Αντώνυμα:
ανεκτός
|
|
|