Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δεκαετία, η
δε-κα-ε-τί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της δεκαετίας - των δεκαετιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το κτίριο ολοκληρώθηκε σε μία δεκαετία.
Σχετικές λέξεις:  δέκα έτος
ten years
 


 2. Μπήκαμε στην πρώτη δεκαετία του αιώνα.
decade