Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δεκαριά, η
δε-κα-ριά ουσιαστικό, θηλυκό



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Καμιά δεκαριά παιδιά έπαιζαν μπάλα στο δρόμο.
Σχετικές λέξεις:  δέκα δέκατος δεκάδα
ten
δεκαριά