Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δυσκολεύομαι
δυ-σκο-λεύ-ο-μαι ρήμα



Αόριστος: δυσκολεύτηκα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Δυσκολεύτηκα πολύ για να λύσω την άσκηση.
have difficulty in
 


 2. Δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που μου λες.
find it difficult
 


 3. Δες: δυσκολεύω.