Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



είδηση, η
εί-δη-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της είδησης/ειδήσεως - των ειδήσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Από τότε που έφυγε, δεν έχουμε καθόλου ειδήσεις του.
Συνώνυμα:  νέο
news
 


 2. Το βράδυ θα δούμε το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση.
news bulletin