Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



εννοώ
εν-νο-ώ ρήμα



Αόριστος: εννόησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θέλει αρκετή μελέτη, για να καταλάβει κανείς τι εννοεί αυτός ο συγγραφέας.
Παράγωγα:  έννοια
mean
 


 2. Λέμε στον παππού να έρθει να μείνει μαζί μας αλλά δεν εννοεί να φύγει από το χωριό του.
intend
 


 3. Δεν το εννοούσα αυτό που είπα. Με συγχωρείς.
mean
 


 4. Δες: εννοούμαι.