Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



θερίζω
θε-ρί-ζω ρήμα



Αόριστος: θέρισα
Μετοχή: θερισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το καλοκαίρι στα χωράφια θερίζουν το σιτάρι.
Σχετικές λέξεις:  θερισμός
harvest
θερίζω


 2. Τον καιρό της κατοχής, η πείνα θέρισε πολλές περιοχές.
decimate, starve
 


 3. Δες: θερίζομαι.