Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλοκαιριάτικος, -η, -ο
κα-λο-και-ριά-τι-κος επίθετο



αρσενικό: ο καλοκαιριάτικος
θηλυκό: η καλοκαιριάτικη
ουδέτερο: το καλοκαιριάτικο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δες: καλοκαιρινός.