Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κεντρικός, -ή, -ό
κε-ντρι-κός επίθετο



αρσενικό: ο κεντρικός
θηλυκό: η κεντρική
ουδέτερο: το κεντρικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το Μεξικό βρίσκεται στην Κεντρική Αμερική.
Σχετικές λέξεις:  κέντρο
central
 


 2. Τα περισσότερα υπουργεία βρίσκονται σε κεντρικά σημεία της πόλης.
central
 


 3. Το σπίτι μας έχει κεντρική θέρμανση.
central