Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μαγείρισσα, η
μα-γεί-ρισ-σα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μαγείρισσας - των μαγειρισσών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η θεία μου είναι μαγείρισσα και με μαθαίνει κι εμένα να μαγειρεύω.
cook
μαγείρισσα


 2. Δες το αρσενικό: μάγειρας.