Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μπαίνω
μπαί-νω ρήμα



Αόριστος: μπήκα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι.
Παράγωγα:  μπαινοβγαίνω
go into, enter
 


 2. Η αδελφή μου έδωσε πέρσι εξετάσεις και μπήκε στο πανεπιστήμιο.
get into
 


 3. Η μπλούζα δε μου κάνει πια, γιατί μπήκε στο πλύσιμο.
shrink
 


 4. Αύριο έχω γενέθλια. Θα κλείσω τα δέκα και θα μπω στα έντεκα.
enter