Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ξανακάνω
ξα-να-κά-νω ρήμα



Αόριστος: ξαναέκανα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τώρα έμαθα. Δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος.
Σχετικές λέξεις:  ξανά κάνω
repeat