Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ολοκληρώνω
ο-λο-κλη-ρώ-νω ρήμα



Αόριστος: ολοκλήρωσα
Μετοχή: ολοκληρωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα ολοκληρώσω την εργασία μου σε τρεις μήνες.
Σχετικές λέξεις:  ολόκληρος
complete
 


 2. Δες: ολοκληρώνομαι.