Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ομορφαίνω
ο-μορ-φαί-νω ρήμα



Αόριστος: ομόρφυνα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τα λουλούδια ομόρφυναν το δωμάτιο.
Σχετικές λέξεις:  όμορφος ομορφιά
embellish
 


 2. Το άσχημο παπάκι όσο μεγάλωνε ομόρφαινε.
grow beautiful