Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παγωτατζής, ο
πα-γω-τα-τζής ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του παγωτατζή - των παγωτατζήδων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τις Κυριακές περνάει παγωτατζής από τη γειτονιά.
Σχετικές λέξεις:  παγωτό
icecream seller