Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πανέμορφος, -η, -ο
πα-νέ-μορ-φος επίθετο



αρσενικό: ο πανέμορφος
θηλυκό: η πανέμορφη
ουδέτερο: το πανέμορφο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μου χάρισαν για τα γενέθλιά μου ένα πανέμορφο σκυλάκι.
Σχετικές λέξεις:  όμορφος
gorgeous