Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παραμένω
πα-ρα-μέ-νω ρήμα



Αόριστος: παρέμεινα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Παραμείναμε στο σταθμό και αφού είχε φύγει το τρένο.
Συνώνυμα:  μένω
Παράγωγα:  παραμονή
Σχετικές λέξεις:  μένω
remain
 


 2. Παρόλο που βρίσκεται μακριά, παραμένει φίλος μου.
remain