Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παριστάνω
πα-ρι-στά-νω ρήμα



Αόριστος: παρέστησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο πίνακας παριστάνει ένα ωραίο τοπίο.
depict
 


 2. Σ' αυτό το έργο ο ηθοποιός θα παραστήσει ένα διάσημο γιατρό.
play
 


 3. Έλα τώρα! Μην παριστάνεις τον αθώο!
play
Συνώνυμα:  κάνω