Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



περισσεύω
πε-ρισ-σεύ-ω ρήμα



Αόριστος: περίσσεψα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το βράδυ θα φάμε το φαγητό που περίσσεψε από το μεσημέρι.
Συνώνυμα:  μένω
be left over
 


 2. Είναι φτωχός άνθρωπος. Δεν του περισσεύουν χρήματα.
have extra