Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πολύτιμος, -η, -ο
πο-λύ-τι-μος επίθετο



αρσενικό: ο πολύτιμος
θηλυκό: η πολύτιμη
ουδέτερο: το πολύτιμο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το διαμάντι και το σμαράγδι είναι πολύτιμες πέτρες.
Σχετικές λέξεις:  πολύς τιμή
precious
 


 2. Χάσαμε πολύτιμο χρόνο περιμένοντας να ξυπνήσει η Μαρία.
precious