Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σπιτικός, -ή, -ό
σπι-τι-κός επίθετο



αρσενικό: ο σπιτικός
θηλυκό: η σπιτική
ουδέτερο: το σπιτικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το σπιτικό φαγητό είναι πιο νόστιμο από το φαγητό της ταβέρνας.
Σχετικές λέξεις:  σπίτι
home