Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



συνάντηση, η
συ-νά-ντη-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της συνάντησης - των συναντήσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα πάμε όλοι αύριο στη συνάντηση.
Σχετικές λέξεις:  συναντάω
meeting
 


 2. Σήμερα το πρωί είχα μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο.
encounter