Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τροχόσπιτο, το
τρο-χό-σπι-το ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του τροχόσπιτου - των τροχόσπιτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Αυτή η παραλία είναι γεμάτη με σκηνές και τροχόσπιτα.
Σχετικές λέξεις:  σπίτι
caravan
τροχόσπιτο