Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



υψώνομαι
υ-ψώ-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: υψώθηκα
Μετοχή: υψωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το αεροπλάνο υψώθηκε γρήγορα στον ουρανό.
rise
 


 2. Στην κεντρική Ελλάδα υψώνεται ο Όλυμπος.
rise
 


 3. Στη μέση της πλατείας είναι υψωμένη μία εκκλησία.
rise
 


 4. Δες: υψώνω.