Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χιλιάδα, η
χι-λιά-δα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της χιλιάδας - των χιλιάδων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το χωριό μας έχει περίπου τρεις χιλιάδες κατοίκους.
Σχετικές λέξεις:  χίλιοι χιλιοστός
thousand