Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χιλιετία, η
χι-λι-ε-τί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της χιλιετίας - των χιλιετιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μια χιλιετία αποτελείται από χίλια χρόνια.
Σχετικές λέξεις:  χίλιοι έτος
millenium