Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χρονικός σύνδεσμος (γραμμ.), ο
 



Γενική: του χρονικού συνδέσμου - των χρονικών συνδέσμων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Όταν θέλουμε να φτιάξουμε μια δευτερεύουσα πρόταση που μας δείχνει το "πότε" γίνεται κάτι, βάζουμε στην αρχή της έναν χρονικό σύνδεσμο. Έτσι, στην πρόταση "Όταν πεινάσω, θα φάω", η λέξη "όταν" είναι χρονικός σύνδεσμος. Δες: σύνδεσμος (γραμμ.)
conjunction of time