Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αδιέξοδο, το
α-δι-έ-ξο-δο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του αδιέξοδου - των αδιέξοδων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το σήμα της τροχαίας δείχνει πότε ένας δρόμος καταλήγει σε αδιέξοδο.
dead end
αδιέξοδο


 2. Με τη βοήθεια των φίλων της βγήκε από το αδιέξοδο.
dead end