Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βασιλικός, ο
βα-σι-λι-κός ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του βασιλικού - των βασιλικών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο βασιλικός είναι ένα φυτό με έντονη μυρωδιά.
basel
βασιλικός