Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



Ειρηνικός, ο
Ει-ρη-νι-κός κύριο όνομα, αρσενικό



Γενική: του Ειρηνικού
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο Ειρηνικός είναι ο μεγαλύτερος από τους ωκεανούς της γης.
Pazifik