Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ιχθυοπωλείο, το
ι-χθυ-ο-πω-λεί-ο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ιχθυοπωλείου - των ιχθυοπωλείων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δες: ψαράδικο.