Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



λεμονάδα, η
λε-μο-νά-δα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της λεμονάδας - των λεμονάδων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Για να φτιάξεις λεμονάδα, πρέπει να έχεις λεμόνια.
Σχετικές λέξεις:  λεμόνι λεμονιά
Zitronenlimonade
λεμονάδα