Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τραπεζαρία, η
τρα-πε-ζα-ρί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της τραπεζαρίας - των τραπεζαριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η κουζίνα βρίσκεται δίπλα στην τραπεζαρία.
Σχετικές λέξεις:  τραπέζι
Esszimmer
 


 2. Αγοράσαμε καινούργια τραπεζαρία με οκτώ καρέκλες.
Esstisch