Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χιόνι, το
χιό-νι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χιονιού - των χιονιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Όλα γύρω έχουν γίνει άσπρα από το χιόνι.
Σχετικές λέξεις:  χιονίζει χιονοπόλεμος χιονάνθρωπος
Schnee