Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βιβλιάριο, το
βι-βλι-ά-ρι-ο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του βιβλιαρίου - των βιβλιαρίων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα σηκώσω λεφτά από την τράπεζα με το βιβλιάριό μου.
Σχετικές λέξεις:  βιβλίο
Sparbuch
 


 2. Ο γιατρός έγραψε τα φάρμακα στο βιβλιάριο υγείας.
Krankenscheinheft