Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βάραθρο
βά-ρα-θρο ουσιαστικό



Γένος: ουδετέρου
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


пропасть, бездна
Ορισμός
Βαθύ και απότομο άνοιγμα στη γη.
Παράδειγμα
 Ο νέος ορειβάτης παραπάτησε και κινδύνεψε να πέσει στο βάραθρο.