Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



άγγελος, ο
άγ-γε-λος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του αγγέλου - των αγγέλων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα τον φύλαξε ο άγγελός του και γλίτωσε από τέτοιο ατύχημα!
Σχετικές λέξεις:  αγγελούδι
melek
άγγελος


 2. Το μωρό μας είναι όμορφο σαν άγγελος!
melek