Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γερμένος, -η, -ο
γερ-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο γερμένος
θηλυκό: η γερμένη
ουδέτερο: το γερμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Όπως ήμουν γερμένος στο μπράτσο τού καναπέ, με πήρε ο ύπνος.
Σχετικές λέξεις:  γέρνω
leaning against