Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γέρνω
γέρ-νω ρήμα



Αόριστος: έγειρα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το πάτωμα δεν είναι ίσιο και όλες οι καρέκλες γέρνουν.
Σχετικές λέξεις:  γερμένος
are slant
 


 2. Νύσταζε και το κεφάλι του έγερνε συνέχεια.
nod
 


 3. Θα γείρω λιγάκι στον καναπέ, για να κοιμηθώ.
stretch out
Αντώνυμα:  σηκώνομαι
 


 4. Θα ξεκινήσουμε μόλις γείρει ο ήλιος.
go down
Συνώνυμα:  πέφτω δύω βασιλεύω
Αντώνυμα:  ανατέλλω