Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γιορταστικός, -ή, -ό
γιορ-τα-στι-κός επίθετο



αρσενικό: ο γιορταστικός
θηλυκό: η γιορταστική
ουδέτερο: το γιορταστικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Σήμερα παντρεύεται ο αδελφός μου και η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας είναι γιορταστική.
Σχετικές λέξεις:  γιορτή γιορτάζω γιορτινός
festive