Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γιορτινός, -ή, -ό
γιορ-τι-νός επίθετο



αρσενικό: ο γιορτινός
θηλυκό: η γιορτινή
ουδέτερο: το γιορτινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Σήμερα φορέσαμε τα γιορτινά μας ρούχα για τη γιορτή του αδελφού μου.
Συνώνυμα:  καλός
Αντώνυμα:  πρόχειρος καθημερινός
Σχετικές λέξεις:  γιορτή γιορτάζω γιορταστικός
best
 


 2. Μετά τη νίκη, η ατμόσφαιρα στο γήπεδο ήταν γιορτινή.
festive