Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αιτία, η
αι-τί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της αιτίας - των αιτιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι αιτίες του δυστυχήματος δεν έγιναν ακόμη γνωστές.
Συνώνυμα:  αίτιο λόγος
cause